παγωμένος — η, ο βλ. παγώνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Παγωμένος, Ιωάννης — Κρητικός ζωγράφος του 14ου αι. Τοιχογραφίες του σώζονται σε διάφορες εκκλησίες της Κρήτης κυριότερες από τις οποίες είναι: Ο Άγιος Γεώργιος κοντά στους Κωμητάδες των Σφακίων (1314), η Παναγία κοντά στον Αλίκαμπο Αποκορώνου (1316), ο Άγιος… … Dictionary of Greek
Βόρειος Παγωμένος ωκεανός — Βλ. λ. Αρκτικός ωκεανός … Dictionary of Greek
Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… … Dictionary of Greek
Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… … Dictionary of Greek
ακρύσταλλος — ον [κρύσταλλος] αυτός που δεν έχει κρυστάλλους, πάγο, ο μη παγωμένος … Dictionary of Greek
δύσνιφος — δύσνιφος, ον (Α) 1. σκεπασμένος με χιόνια 2. παγωμένος, κατάψυχρος … Dictionary of Greek
εκψύχω — ἐκψύχω (AM) αρχ. μσν. 1. χάνω τις αισθήσεις, λιποθυμώ 2. πεθαίνω, ξεψυχώ αρχ. 1. κοντανασαίνω, ασθμαίνω 2. είμαι εντελώς παγωμένος, ψυχρός … Dictionary of Greek
επιψύχω — ἐπιψύχω (Α) 1. καθιστώ ψυχρό κάτι 2. παθ. ἐπιψύχομαι α) κρυώνω, αισθάνομαι κατόπιν παγωμένος β) κρυώνω ακόμη περισσότερο … Dictionary of Greek
ζακρυόεις — ζακρυόεις, εσσα, εν (Α) κρύος, κρυερός, παγωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Συσχετίστηκε παρετυμολογικά με το δακρυόεις* (πρβλ. ζάπεδο αντί δάπεδο, ζακόρος αντί *δακόρος), ενώ πρόκειται απλώς για σύνθετη λέξη από το επιτατικό ζα* και το κρυόεις* (< κρύος*)] … Dictionary of Greek